γιγαντώνω

γιγαντώνω
1. δυναμώνω κάτι, τό κάνω γιγάντιο
2. μέσ. γιγαντώνομαι και γιγαντούμαι
γίνομαι γιγάντειος, αποκτώ μεγάλο σθένος («γιγαντώθηκε ο πόθος τής λευτεριάς»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γίγαντας — ο (θηλ. γιγάντισσα, η) (AM γίγας, ο) πληθ. Γίγaντες, οι μυθικά παιδιά τής Γαίας, άγρια φυλή που καταστράφηκε από τους θεούς μσν. νεοελλ. 1. υπερβολικά μεγαλόσωμος 2. υπερβολικά δυνατός νεοελλ. 1. ρωμαλέος, ηρωικός 2. (στα παραμύθια) δράκος,… …   Dictionary of Greek

  • γιγαντούμαι — βλ. γιγαντώνω …   Dictionary of Greek

  • γιγαντώνομαι — βλ. γιγαντώνω …   Dictionary of Greek

  • γιγαντώνομαι — γιγαντώνομαι, γιγαντώθηκα, γιγαντωμένος βλ. πίν. 4 Σημειώσεις: γιγαντώνομαι : σε ορισμένα λεξικά αναφέρεται και ενεργητική φωνή (γιγαντώνω, βλ. πίν. 3 ) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”